- πατανία
- ημάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batania ή, κατ' άλλους, από τουρκ. battaniye (βλ. και λ. μπατανία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατάνια — πατάνιον flat dish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… … Dictionary of Greek